συσσώρευση

συσσώρευση
η, Ν
1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο μέρος, σχηματισμός σωρού από πολλά πράγματα ή από μικρότερους σωρούς
2. βιολ. διαδικασία με την οποία η συγκέντρωση ορισμένων ουσιών στο περιβάλλον, η οποία είναι κατά κανόνα μικρή, αυξάνεται κατά τα διαδοχικά στάδια τών τροφικών αλυσίδων
3. μτφ. συνάθροιση («συσσώρευση επιχειρημάτων»)
4. φρ. α) «συσσώρευση κεφαλαίου»
(οικον.) η διαδικασία με την οποία ένα μέρος τού εθνικού εισοδήματος επενδύεται για ενίσχυση τού κεφαλαίου
β) «σημείο συσσώρευσης»
μαθημ. σημείο προς το οποίο τείνουν τα σημεία μιας τουλάχιστον απέραντης ακολουθίας η οποία λαμβάνεται από το θεωρούμενο σύνολο
γ) «βαθμός συσσώρευσης»
βιολ. μέτρο βιολογικής συγκέντρωσης βαρέων μετάλλων ή μη μεταλλικών στοιχείων στα φυτά, το οποίο εκφράζεται ως το επί τοις εκατό πηλίκο τής συγκέντρωσης τών στοιχείων αυτών στα φυτά που απαντούν σε μολυσμένα εδάφη προς αυτήν τών φυτών που απαντούν σε μη μολυσμένα εδάφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωρεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συσσώρευσις, μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συσσώρευση — η συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο μέρος: Η συσσώρευση πολλών προβλημάτων τον ανάγκασε να παραιτηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιοσυμπύκνωση ή βιολογική συσσώρευση — Βαθμιαία συσσώρευση μη βιοδιασπώμενων, συνήθως τεχνητών τοξικών ενώσεων, όπως ορισμένα εντομοκτόνα (DDT) και φυτοφάρμακα στους ιστούς των οργανισμών (κυρίως των καταναλωτών) ενός οικοσυστήματος. Τα ένζυμα των έμβιων όντων δεν αναγνωρίζουν και… …   Dictionary of Greek

  • δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… …   Dictionary of Greek

  • αιματοκήλη — Συσσώρευση αίματος μέσα σε ένα μικρό μέρος του σώματος, στους ανθρώπους και στα ζώα. Η α. προκαλείται συνήθως από τραυματισμό του οσχέου ή από χρόνιες αιμορραγικές μολύνσεις των όρχεων. Διογκώνεται τότε το όσχεο των όρχεων και αιμορραγεί… …   Dictionary of Greek

  • κορήματα, πλευρικά — Συσσώρευση κλαστικού υλικού που προέρχεται από τη φυσικοχημική διάσπαση των πετρωμάτων, τα οποία συγκροτούν τα ψηλότερα μέρη των κλιτύων των ορέων. Σχηματίζονται πάνω στις πλαγιές και υφίστανται τη διαβρωτική ενέργεια των ατμοσφαιρικών παραγόντων …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… …   Dictionary of Greek

  • λιμνοθάλασσα — Παράκτια λεκάνη υφάλμυρου νερού, που χωρίζεται από τη θάλασσα με φυσικά φράγματα. Συνήθως οι λ. σχηματίζονται σε αβαθείς ζώνες, όπου υδάτινα ρεύματα, τα οποία εκβάλλουν σε δέλτα, δημιουργούν, μαζί με την κυματοειδή κίνηση και τα παράκτια ρεύματα …   Dictionary of Greek

  • παχυσαρκία — (Ιατρ.). Παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά μεταξύ των 40 και 50 ετών, αλλά καμιά φορά και από την παιδική ηλικία: (είναι συχνότερη στις γυναίκες και συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”